σκλαβώνομαι

σκλαβώνομαι
σκλαβώνομαι, σκλαβώθηκα, σκλαβωμένος βλ. πίν. 4

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκλαβώνω — Ν 1. κάνω κάποιον σκλάβο, αιχμαλωτίζω, υποδουλώνω 2. μτφ. γοητεύω («τόν σκλάβωσε με την ομορφιά της») 3. υποχρεώνω κάποιον με τις περιποιήσεις μου («μάς σκλάβωσε με τη φιλοξενία του») 4. (σχετικά με πράγμα) περιορίζω, μαζεύω («τα σκλαβωμένα σου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”